top of page

Η ΘΛΙΜΕΝΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ


Μια φορά και έναν καιρό, κάπου μακριά ζούσε μια πριγκίπισσα. Για τρία χρόνια είχε βυθιστεί στο πένθος, στην θλίψη. Θλιμμένη πριγκίπισσα την έλεγαν όλοι γύρω της. Παρ όλο που χαμογελούσε είχε μια μόνιμη θλίψη στα μάτια της.

Κήρυξε το βασίλειο της σε πένθος. Ούτε τραγούδια, ούτε μουσική δεν επέτρεπε σε κανέναν. Όποιος δεν τηρούσε την διαταγή, τον έδιωχνε από το παλάτι.

Μια μέρα κάποιος της έστειλε ένα δώρο. Ένα δώρο από το πουθενά. Ήταν ένα ωραίο στολισμένο δέμα με έναν εντυπωσιακό ροζ φιόγκο.

Ακόμα και τότε τα μάτια της δεν έλαμψαν από χαρά. Τον τελευταίο χρόνο είχε δεχτεί πολλά και διάφορα δώρα, όμορφα από έξω και μέσα ήταν κενά, χωρίς νόημα, χωρίς αγάπη.

Σκέφτηκε να μην το ανοίξει, είχε κουραστεί και είχε απογοητευτεί με το τίποτα, με το κενό και ότι ψεύτικο υπάρχει. Κάτι όμως της έλεγε, κάνε ακόμα μία προσπάθεια, προχώρα και ίσως αυτή την λάμψη που περιμένεις χρόνια να έρθει ξανά στα μάτια σου.

Πήρα το δέμα στην αγκαλιά της και το κράτησε χωρίς όμως να το ανοίξει. Μόνο που το είχε κοντά της ένιωθε κάτι διαφορετικό, κάτι το μαγικό. Η λάμψη και η χαρά ούτε τότε γύρισαν πίσω στα μάτια της.

Βράδυ ήταν θαρρώ όταν βγήκε για έναν περίπατο, ήθελε να θαυμάσει την πανσέληνο που αυτή την μέρα ήταν τόσο έντονη και τόσο μεγάλη. Με τα μάτια θλιμμένα και την καρδιά άδεια περπατούσε χωρίς κανένα νόημα. Κοιτώντας το φεγγάρι, κάτι στην καρδιά της άλλαξε, σαν να φωτίστηκε η ψυχή της, τίποτε δεν ήταν το ίδιο με πριν.

Γύρισε στο βασίλειο της και έτρεξε στο δωμάτιο της. Είχε μια έντονη επιθυμία να ανοίξει αυτό το ιδιαίτερο πακέτο που δεν είχε καν όνομα αποστολέα, το μόνο που υπήρχε ήταν δύο φτερά αγγέλου ζωγραφισμένα.

Μόλις άνοιξε το κουτί, από μέσα πήδηξε ένα ρομποτάκι. Την κοίταξε μέσα στα μάτια και άνοιξε τα χεράκια του για να την αγκαλιάσει. Η πριγκίπισσα παραξενεύτηκε, δεν είχε δει ξανά κάτι τέτοιο. Ένα ρομποτάκι μόνο δικό της. Μόλις το είδε, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει διαφορετικά, αισθανόταν μια ζεστασιά που είχε πλέον ξεχάσει.

Της άπλωσε το χέρι του, δεν είχε σημασία που ήταν από λαμαρίνες, ήταν όμως τόσο ζεστό, που η ψυχή της φωτίστηκε με μιας. Η λάμψη στα μικρά ματάκια της επέστρεψε και η πριγκίπισσα άρχισε και πάλι να τραγουδάει.

Το βασίλειο της βγήκε από το πένθος και γέμισε χαρά, με ένα χάδι και μια αγκαλιά.

Το ρομποτάκι ήταν πάντα και παντού δίπλα της, να της θυμίζει ότι η αγάπη θα πει να σε κοιτώ στα μάτια και να μην υπάρχει τίποτα άλλο.

Δεν μπορώ να πω έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Αλλά αυτή η διαφορετική αγάπη, τα δύο χέρια ενωμένα, έδωσαν την σπίθα για ευτυχία.

Το ρομποτάκι με την πριγκίπισσα γίνανε δύο ολόκληρα μαζί, που κούμπωσαν τα κομμάτια της καρδιάς, που έλειπαν από τον καθένα χωριστά. Η πριγκίπισσα φοβόταν να πει και πάλι το σ αγαπώ, μην πονέσει και πληγωθεί ξανά.

Μα σαν κοιτά αυτά τα μάτια τα ρομποτίσια, αυτή την ομορφιά της ψυχής, χάνεται και λέει όλα τα σ αγαπώ, που κάτι λίγα είχε κρύψει, όταν ο άγγελος της θα της έστελνε αυτό το δώρο, που της είχε υποσχεθεί.

9 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comments


bottom of page