Σε έβλεπα για καιρό να κρύβεις μέσα στην ψυχή σου τον πόνο των άλλων, να λυγίζεις όταν είσαι μόνη για να μην σε δει κανείς, να πονάς αλλά να χαμογελάς.
Είμαι ο Καρκίνος και πριν οχτώ χρόνια βρήκα καταφύγιο στο κορμί της Άννας.
Μια ψυχής ταλαιπωρημένης που ενώ όλα γύρω της γκρεμίζονταν, αυτή είχε την ικανότητα να βλέπει στο σκοτάδι μόνο το φως.
Η δική μου Άννα, με δέχτηκε χωρίς κλάματα και φόβο, πρόσταξε την θετική της στάση μπροστά και με κοίταξε ευθεία στα μάτια.
Την πρώτη μέρα που την κοίταξα με αποφασιστικότητα για να δηλώσω την παρουσία μου. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι ενός ιατρείου, μέσα σε έναν μικρό χώρο που όσο κι αν το οξυγόνο χανόταν, όσο κι αν τα κακά νέα εκεί μέσα λεγόταν. Υπήρχε και αυτή η ελπίδα που δήλωνε το άσπρο χρώμα που είχε τυλίξει αυτό το δωμάτιο.
Η Άννα ξαπλωμένη και σίγουρη για το τι θα ακούσει, έβαλε τα χέρια της κάτω από το κεφάλι της, απλά προσπαθούσε να βολευτεί, να χαλαρώσει. Έστω για ένα λεπτό να μην σκέφτεται τίποτα.
Κι εγώ την κοιτούσα με το στόμα ανοιχτό, τόσο ήρεμη και γαλήνια, που για μια στιγμή ίσως να ντράπηκα που εισέβαλα μέσα της έτσι βίαια εκείνη την χρονιά.
"Άννα πως νιώθεις;"
"Είμαι καλά, μπορούμε να τελειώνουμε γιατί κουράστηκα".
"Λυπάμαι που πρέπει να είμαι εγώ αυτή που θα σου πει τα δυσάρεστα νέα. Δυστυχώς έχεις Καρκίνο".
Σιωπή επικράτησε στον χώρο, για λίγα δευτερόλεπτα μόνο οι δείκτες του ρολογιού απέναντι ηχούσαν τόσο δυνατά λες και είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση.
Η Άννα ακόμα και με το άκουσμα της λέξης Καρκίνος φάνταζε τόσο χαλαρή και ήρεμη.
Μα πως γίνεται αυτό, είχα μείνει έκπληκτος. "Είμαι εδώ στέκω απέναντι σου και απειλώ την ζωή σου, αντέδρασε Άννα, που να σε πάρει!"
Η βασανιστική σιωπή έσπασε από την ίδια.
"Πείτε μου τι κάνουμε παρακάτω γιατρέ".
"Άννα φαίνεται σαν να το ήξερες".
"Δεν έχει σημασία αυτό, πάμε παρακάτω ".
Άκουγα την συζήτηση από μια γωνία και δεν το πίστευα, ακόμα και η γιατρός είχε μείνει άναυδη. Προς στιγμήν και οι δύο μας νομίζαμε ότι η Άννα δεν κατάλαβε ότι εγώ ο Καρκίνος μπορώ να γίνω πολύ επιθετικός, να την πονέσω ακόμα πιο πολύ, μα το χειρότερο να της αφαιρέσω την ίδια της την ζωή.
Η Άννα όχι μόνο δεν είχε τον φόβο στα μάτια της, μα η λάμψη των ματιών της έγινε ακόμα πιο έντονη. Λες και πρόσταξε τα στήθη της μπροστά, σαν έτοιμη από πάντα για αυτή την μάχη. Ναι θα δώσουμε μάχη Άννα, θέλω να επιβληθώ στο κορμί σου, εφόσον δεν άκουσες την ψυχή σου να αιμορραγεί, ήρθε η ώρα να ξυπνήσω μέσα σου την δύναμη.
Έτσι ξεκίνησε η πρώτη μας επαφή, μια σχέση που ήταν ακόμα στο ξεκίνημα της, κι ενώ δεν με ήξερε καθόλου, είχε το θάρρος να σηκώσει το βλέμμα της και να δει μέσα στα σκοτεινά μου μάτια, θάρρος και θράσος θα το πω. Είχα παγώσει, μα για τον Θεό, είμαι ο Καρκίνος και μπορώ να νικήσω εύκολα μια ψυχή που υποφέρει χρόνια. Την κοιτούσα τόσο έντονα και αυτή μου χαμογέλασε. Όχι δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό.
"Είμαι η Άννα και από δω και πέρα θα είμαστε μαζί", άπλωσε το χέρι της προς τον καθρέφτη. Ο καρκίνος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, έπρεπε να είναι άγριος για τον Θεό, ο καρκίνος είναι μια ασθένεια πολύ άσχημη.
"Με λένε καρκίνο και η μάχη μόλις ξεκινάει".
"Αυτό θα το δούμε" , απάντησε η Άννα και αμέσως έβαλε το χαμόγελο της για όπλο στο χέρι και βγήκε από το ιατρείο έτοιμη να αντιμετωπίσει το θηρίο που έκανε κατάληψη μέσα της.
Η δική της μάχη για ζωή μόλις ξεκίνησε και η έναρξη του πρώτου γύρου χτύπησε δυνατά το καμπανάκι.
Αποφάσισαν να με αφαιρέσουν από το στήθος, μα που να ήξεραν ότι δεν είμαι μόνο εκεί, κρύφτηκα στους λεμφαδένες και σε κάποια σημεία έγινα αόρατος.
Μετά το χειρουργείο λίγες μέρες περίσσεψαν για να δοθεί το σήμα πολέμου.
Η Άννα με το χαμόγελο στα χέρια για όπλο κι εγώ με την ασχήμια μου στο πρόσωπο, δώσαμε το σύνθημα.
Για μένα οι περισσότερες μάχες είναι άνισες, είμαι πάντα σίγουρος για το ποια κορμιά θα χαθούν στα χέρια μου.
Μα εδώ σε αυτή την περίπτωση, η Άννα ήδη μου προκαλεί εκνευρισμό. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, η ασπίδα της ψυχής της έχει κάτι το ιδιαίτερο, που με τον καιρό δεν ξέρω αν μπορώ να προσπεράσω.
Η Άννα ξεκίνησε για την πρώτη της χημειοθεραπεία, τα πολεμοφόδια είχαν φτάσει από την πλευρά της, μα εγώ δεν τα φοβόμουν , μπορώ να επιζήσω, το ξέρω αντέχω.
Η σύριγγα τρύπησε την πρώτη φλέβα της και ήταν έτοιμη να δεχτεί την πρώτη βόμβα εναντίον μου. Μια βόμβα που δεν σκότωνε τελικά μόνο εμένα, αλλά ότι υγείες είχε μείνει μέσα της. Ήθελα να γελάσω ειρωνικά εκείνη την ημέρα, αλλά η Άννα καθόταν ατάραχη στο κρεβάτι και περίμενε.
Τις τρεις πρώτες φορές το αποτέλεσμα ήταν ισοπαλία, εκείνη όμως η τέταρτη φορά ακόμα την θυμάμαι. Πήρα το πρώτο προβάδισμα, την έριξα κάτω από τους πόνους, παρέλυσα το κορμί της και αυτό ήταν μια νίκη για μένα.
Ακόμα όμως και τότε η Άννα δεν το έβαλε κάτω, ακόμα κι αν ήμουν μέσα της και με τα γαμψά μου νύχια τραυμάτιζα τόσο την ψυχή της, όσο και την πληγή που όλο και μεγάλωνε, φρέσκο αίμα θανάτου κυλούσε μέσα της χωρίς να την πνίγει.
Κάθε φορά που καθόμουν πάνω στην πληγή και έβαζα πιο βαθιά τα νύχια μου , η ίδια ακτινοβολούσε από ομορφιά, λάμψη και χαμόγελο.
Έμπαινε στο δωμάτιο της κλινικής και γινόταν η δύναμη για όλους τους ασθενείς, μου έκλεβε τον στρατό κάθε φορά, προσπαθούσε με ύπουλα μέσα να με κάνει να νιώσω αδύναμος.
"Όχι δεν θα τα καταφέρεις, το άκουσες;"
"Μιλά όσο θες, εγώ δεν σε ξέρω, θα κάνω τα πάντα για να πάρω απόσταση από σένα", έκλεισε το μάτι στον καθρέφτη που ακόμα κι αν χλωμή και κατάκοπη, τόλμησε να δείξει ότι οι αντοχές της είναι πέρα για πέρα αληθινές.
Ο καιρός κυλούσε και κατάφερα για κάποιο διάστημα να υποτάξω το κορμί της. Με τον πόνο την κρατούσα έρμαιο των δυνάμεων μου. Κάθε φορά που την έβλεπα να λυγίζει το ειρωνικό μου γέλιο έκανε την εμφάνιση του .
Εκείνη την ημέρα δώσαμε μεγάλη μάχη.
Η Άννα στάθηκε αδύναμη μπροστά στον καθρέφτη και τόλμησε να με κοιτάξει, τόλμησε να απαιτήσει να την αφήσω ήσυχη.
"Όσο κι αν με πολεμάς σκουλήκι, δεν θα συρθώ στα πόδια σου για να σε παρακαλέσω για έλεος".
Πήγα κοντά της, η ανάσα μου ήταν σε απόσταση αναπνοής, αυτή παρέμεινε εκεί απλά να με κοιτάζει. Τότε άπλωσα το μαύρο ρυτιδιασμένο μου χέρι με τα κοφτερά νύχια πάνω στο στομάχι της. Κραυγές ακουγόταν από τα σωθικά της Άννας , δάκρυα είχαν εμφανιστεί στα μάτια της και σαν καταρράκτες έπεφταν μέσα στο λαιμό της και την έπνιγαν.
Η Άννα όμως δεν το έβαζε κάτω, πάλευε με όλη της την δύναμη, ώστε να μην πέσει στα πατώματα.
"Υποτάξου αλλιώς θα υποφέρεις ακόμα πιο πολύ", της φώναξε αγριεμένος.
"Πότε! Άκουσες ελεεινό σκουλήκι".
Όσο αντιστεκόταν τόσο την πίεζα πιο πολύ στο στομάχι.
Με μιας η Άννα κατάφερε να μου πιάσει το χέρι.
"Όχι δεν θα σε αφήσω να πονέσεις ποτέ ξανά κανέναν". Ούρλιαξε τόσο δυνατά που πάγωσα κι εγώ ο ίδιος.
Με άγγιξε με τόση δύναμη που τα μάτια μου πετάχτηκαν έξω και δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Ο πόλεμος άρχισε να χάνεται από πλευράς μου και μόνο που έβλεπα αυτό το χαμόγελο να ανατέλλει μέσα από τα συντρίμμια νικήθηκα.
Η Άννα χαρούμενη που κατάφερε το ακατόρθωτο, ακόμα κι αν εκείνη την στιγμή υπέφερε τρομερά, άρχισε να χοροπηδάει. Η θέληση για ζωή και ένα χαμόγελο ήταν αρκετό να πετάξουν τον καρκίνο έξω από το σώμα και να του ποδοπατήσουν την περηφάνια.
Με σκυμμένο το κεφάλι αποχώρησα, γύρισα για μια φορά να την δω. Σαν αμαζόνα στεκόταν όρθια με βλέμμα νικητή.
Είχε χαθεί αυτή η μάχη έπρεπε να χαθώ για κάποιο διάστημα, δεν μπορούσα να το χωνέψω. Ήθελα να εξαφανιστώ για να επανέλθω πιο δυνατός και άγριος. Πότε κανείς δεν με ταπείνωσε τόσο πολύ.
"Θα ξανά γυρίσω και τότε θα με ικετεύεις για έλεος".
Μόνο το χαμόγελο είχε ως απάντηση.
Πέρασαν δύο χρόνια και η Άννα στάθηκε και πάλι στα πόδια της. Ηρωίδα την φώναζαν όχι μόνο για την προσωπική της νίκη, αλλά γιατί χάριζε δύναμη και χαμόγελο σε όποιον υπέφερε από αυτόν τον αδίστακτο εισβολέα.
Μέσα της δεν ένιωθε ότι έκανε κάτι ιδιαίτερο , όσο οι άλλοι την έλεγαν "ηρωίδα" αυτή ένιωθε απλά μια μαχήτρια της ίδιας της ζωής.
Ώσπου μια μέρα και ενώ η ψυχή της είχε τσακίσει από μια μεγάλη απώλεια, εγώ ο καρκίνος βρήκα πάλι το έδαφος πρόσφορο για να εισβάλω μέσα της. Τώρα ακόμα πιο βίαια. Αυτή την φορά ήμουν ακόμα πιο πολύ αποφασισμένος.
Αυτή την φορά έκανα δειλά την εμφάνιση μου για να μην με καταλάβει, δεν ήθελα να ξέρει ότι βρήκα δίοδο να μπω χωρίς να με αντιληφθεί.
Μετά από τέσσερις μήνες παραμονής μέσα στο σώμα της και κρυμμένος βαθιά στο συκώτι, έφτιαξα στρατό στα οστά και στα πνευμόνια, δρούσα υπόγεια για να είμαι έτοιμος να την διαλύσω.
Η Άννα άρχισε να νιώθει πολύ κούραση ξαφνικά, δεν πήγαινε όμως με τίποτα το μυαλό της ότι εγώ το θηρίο είχε το θράσος να εισχωρήσω μέσα της τόσο ύπουλα και κρυφά.
Ξεκίνησε να πηγαίνει πιο συχνά στο νοσοκομείο για να βρει την αιτία της κόπωσης και της ζαλάδας.
Εγώ ήμουν μέσα και κάθε μέρα της ρουφούσα την ενέργεια, τρεφόμουν από αυτήν και μέρα με την μέρα γινόμουν ακόμα πιο μεγάλος σε όγκο και δυνατός. Είχα κρυφτεί καλά για να μην με βρει κανείς.
Τέσσερις μήνες έψαχνε η Άννα με τους γιατρούς τι συμβαίνει ώσπου μια μέρα με έπιασαν να κοιμάμαι ανενόχλητος μέσα στο συκώτι, για λίγο με πήρε ο ύπνος και με εντόπιζαν.
"Σκρόφα φώναξα".
Η Άννα στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, τα μάτια της έβγαζαν φωτιές.
"Θα σε λιώσω, αυτή την φορά μια και καλή". Ένα ειρωνικό γέλιο μου ξέφυγε και έγινε μια μεγάλη βουή στα αυτιά της. Την παρατήρησα να παγώνει και για μια στιγμή να σβήνει το χαμόγελο της. Για πρώτη φορά άφησε το όπλο κάτω και υποτάχτηκε στην κυριαρχία μου.
Διπλωμένη στον πόνο είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι σε μια γωνιά κουλουριασμένη, έμοιαζε με ζωντανή νεκρή. Μόνο η ανάσα της ακουγόταν εξασθενημένη.
Την κοιτούσα μα δεν ήμουν σίγουρος αν έχω κερδίσει αυτή την μάχη. Πάντως έναν πόντο τον είχα. Μέρες την κατασκόπευα και αυτή βρισκόταν στην ίδια θέση, σαν η ψυχή της να ζούσε σε νεκρό σώμα.
Έτριβα τα χέρια μου , δεν την η ώρα για επίθεση , όχι τώρα. Θέλω να στέκεται στα πόδια της για να αξίζει η νίκη.
Μέρες πέρασαν και ήρθε η ώρα για την χημειοθεραπεία, οι βόμβες ασφάλισαν για μια ακόμα φορά. Η Άννα σηκώθηκε ξαφνικά πιο δυνατή από ποτέ. Ντύθηκε με τα πιο όμορφα και φωτεινά ρούχα, έβαλε τα κοσμήματα της και για τέλος άφησε το πιο σημαντικό της όπλο, το χαμόγελο.
Μπήκε στην κλινική και φωτίστηκε όλος ο τόπος, αν και ήταν χλωμή και χωρίς μαλλιά ήταν ακόμα και έτσι όμορφη. Με το πορτοκαλί σκουφάκι στο κεφάλι της μπήκε στο δωμάτιο για να ξεκινήσει η μάχη για άλλη μια φορά. Άτομα που νοσούσαν την έβλεπαν και έπαιρναν δύναμη, όλοι ήθελαν να είναι δίπλα της για να πάρουν έστω και ένα ψίχουλο από την δύναμης της.
Η ώρα ήρθε, το τρύπημα στην φλέβα την έκανε να αναπηδήσει, ένας μικρός αναστεναγμός και ήταν έτοιμη για την πάλη μαζί μου.
Έτριψα τα χέρια μου.
"Αυτή την φορά θα γίνεις δική μου, μην αντιστέκεσαι, όσο το κάνεις τόσο πιο πολύ θα υποφέρεις".
"Ύπουλη οχιά, ποτέ δεν θα παραδώσω τα όπλα, ποτέ ακούς;"
Μιλούσε με την σκέψη της μαζί μου, την είχα κυριέψει σχεδόν σε όλο το κορμί και έτσι νόμιζα ότι ήξερα όλα τα μυστικά της, όλες οι κινήσεις και οι στρατηγικές της ήταν φανερά μπροστά μου απλωμένες.
Εκείνη την στιγμή με κοίταξε με ένα υποχθόνιο βλέμμα, τα μάτια της είχαν μια περίεργη λάμψη αυτή την φορά.
Οι φλέβες άρχισαν να γεμίζουν με όπλα έτοιμα για την μάχη.
Αυτή την φορά δεν θα επιτεθώ τόσο νωρίς, θα την αφήσω να πιστεύει ότι με κέρδισε και όταν θα είναι αδύναμη τότε θα κάνω την τελική μου κίνηση.
Έτσι και έγινε μετά από δύο μέρες που το κορμί της ήταν σαν ένα νεκρό κουφάρι, ήρθε η ώρα για την δική μου επίθεση, τώρα θα τα δώσω όλα.
Η Άννα για πρώτη φορά δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη την αιφνιδίασα.
Άπλωσα το μαύρο μου χέρι και αυτή την φορά έμπηξα τα νύχια μου στο στομάχι και το έντερο. Η Άννα ένιωσε τον πόνο να την τυλίγει, τα μάτια της πετάχτηκαν έξω, σηκώθηκε και έτρεξε στο μπάνιο, μαύρο υγρό έβγαινε από τα σωθικά της. Είχε ξαπλώσει στο πάτωμα και η ανάσα της ακουγόταν κόφτη, αργοπέθαινε εκεί μπροστά μου την έβλεπα εκτός από το σώμα να είναι έτοιμη να μου παραδώσει και την ψυχή της. Έτριβα τα χέρια μου , η νίκη είναι δική μου.
Και τότε δεν πίστευα σε αυτό που έβλεπα, η Άννα ήρθε μπροστά στα μάτια μου σε απόσταση αναπνοής, η ανάσα της είχε τυλίξει την ύπαρξη μου. Με έφτυσε στα μούτρα. Έμεινα εκεί παγωμένος να την παρατηρώ, πως ήταν δυνατόν να έχει τόση δύναμη αυτή η λαβωμένη ψυχή;
Ξαφνικά η Άννα μεταμορφώθηκε σε αμαζόνα, το χαμόγελο το είχε στα χέρια της σαν δόρυ. Ήταν έτοιμη.
"Καρκίνε τίποτα δεν έχει τελειώσει".
Και η μορφή της φωτίστηκε τόσο που το σκοτάδι κρύφτηκε.
Όχι δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό, πως μπορεί να σηκώνεται ακόμα, τώρα έπρεπε να ψυχορραγεί και να παίζεται η τελευταία πράξη.
Την έβλεπα για μέρες να αντιστέκεται, δεν είχα το σθένος να την πλησιάσω ήθελα να δω μέχρι που μπορεί να φτάσει. Έμεινα σιωπηλός και απλά περίμενα.
Οι μέρες περνούσαν και η Άννα αποφάσισε να αφήσει τις βόμβες που την σκότωναν ακόμα πιο πολύ. Αποφάσισε να παλέψει μόνο με την θέληση για ζωή και το χαμόγελο της. Εγώ απλά περίμενα την νίκη μου, έφτασε η μεγάλη ώρα. Και ενώ ετοιμαζόμουν να κάνω την δική μου κίνηση, ήρθε από πίσω μου , βλέποντας με από τον καθρέφτη σαν μια μαύρη σκιά, και με έπιασε από τον λαιμό. Η Άννα έπιασε από τον λαιμό εμένα τον καρκίνο, δε το πίστευα. Τελικά ίσως αυτή η μάχη να μην έχει νικητή. Ακόμα κι αν θέλει να με υποτάξει, εγώ δεν θέλω να την εγκαταλείψω.
Με κοιτούσε στα μάτια κι εγώ άρχισα να την χειροκροτώ.
"Μπράβο Άννα, τελικά είσαι ηρωίδα, παλεύεις για τον εαυτό σου όπως παλεύεις για τους άλλους. Υποκλίνομαι που βοηθάς τόσο όσους υποφέρουν".
"Δεν είμαι ηρωίδα, είμαι απλά μια μαχήτρια ζωής, μάχομαι ώστε να μην προκαλείς σε κανέναν πλέον πόνο, αυτός είναι ο σκοπός μου".
"Εμείς δεν θα χωρίσουμε ποτέ, αυτή θα είναι η κατάρα μας, θα συνυπάρχουμε μαζί από δω και πέρα. Πάντα θα είμαστε σε μόνιμη ισοπαλία ".
"Αν είναι να μην πονάει άλλος από σένα θα δεχτώ αυτή την κατάρα, εγώ αντέχω ".
Την κοίταξα και για μια πρώτη φορά υποκλίθηκα μπροστά της, μια αμαζόνα ζωής έστεκε μπροστά μου , κι εγώ θα κατοικούσα μέσα της.
Η Άννα δεν μου έδινε σημασία με είχε αφήσει κάπου στο βάθος της ψυχής της και συνέχισε να ζει μέσα από όνειρα και προσφέροντας χαμόγελα σε όσους ήθελαν να παρατήσουν τα πάντα για τον πόνο.
Comentarios