Τα μάτια της έπεσαν πάνω στο ματωμένο μαχαίρι που κείτονταν στην άσφαλτο, κοντά στο στενό που βρισκόταν κοντά στο σπίτι της. Στο κέντρο της Αθήνας που καθημερινά η Ζωή περνούσε από εκεί, αργά το απόγευμα, τελειώνοντας από την δουλειά της κατάκοπη από την κούραση.
Εκείνη την στιγμή το μόνο που επιθυμούσε ήταν να βρεθεί στο σπίτι της. Στο δικό της παράδεισο, όπως τον αποκαλούσε. Είχε φτιάξει το μικρό της διαμέρισμα σαν να βγήκε από παραμύθι. Ζωντανά χρώματα ξεπηδούσαν από τους τοίχους, διακοσμητικά έδιναν ζεστασιά στον χώρο και το άρωμα των κεριών που έκαιγε συχνά όταν χαλάρωνε, είχαν ποτίσει όλο το σπίτι με άρωμα ξενοιασιάς που θύμιζε θαλπωρή, αυτή που ένιωθε μόνο όταν ήταν μικρή στο χωριό της αγαπημένης της γιαγιάς, μια μυρωδιά γνώριμη, που της χάριζε μια αόρατη αγκαλιά, μιας και η γιαγιά της είχε πεθάνει.
Ασάλευτη κοιτούσε το μαχαίρι, το αίμα πάνω ήταν υγρό, αυτό δήλωνε ότι κάποιος πρόσφατα το χρησιμοποίησε. Ξαφνικά όπως σήκωσε το κεφάλι της, είδε έναν άντρα ξαπλωμένο και από πάνω του μια μαύρη φιγούρα. Δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο του δολοφόνου, φορούσε μαύρα ρούχα και είχε καλύψει το κεφάλι του με μια κουκούλα. Το μόνο που διέκρινε ήταν η λάμψη των ματιών του. Το βλέμμα της χάθηκε μέσα σε αυτή την απρόσμενη λάμψη, το κορμί της έμεινε ακίνητο, πάγωσε για μια στιγμή.
Από μακριά ακουγόταν οι σειρήνες της αστυνομίας. Ξαφνικά ο άγνωστος άντρας σηκώθηκε και έτρεξε προς το μέρος της.
Η Ζωή ήταν μια κοπέλα μικροκαμωμένη, με ζωηρή ματιά, κάστανα μακριά μαλλιά και θα την παρομοίαζες με σειρήνα. Τα μάτια της ήταν πράσινα, αλλά όχι αυτό το συνηθισμένο χρώμα, ήταν σαν το χρώμα του σμαραγδιού.
Σήκωσε το μαχαίρι το έβαλε στην τσέπη του και πλησίασε την Ζωή. Την άρπαξε και την οδήγησε στο αυτοκίνητο του, της ήταν αδύνατο να του αντισταθεί. Μπήκαν μέσα και ο άγνωστος άντρας άρχισε να οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα, ήθελε να χαθεί από το σημείο που του άλλαξε την ζωή του, το σημείο που τον έκανε να βάψει τα χέρια του με αίμα.
Η Ζωή δεν μιλούσε, η καρδιά της χτυπούσε τόσο έντονα από την αγωνία, που ακουγόταν μέχρι τον άγνωστο άντρα. Δεν έδωσε όμως σημασία. Ήθελε να πάει μακριά, να βρεθεί μαζί της στο αγαπημένο του μέρος και να της εξηγήσει. Μπορεί να μην την ήξερε αλλά η ψυχή του για έναν περίεργο λόγω τον οδηγούσε κοντά της. Έπρεπε να της εξηγήσει κι ας πεθάνει μετά. Αυτά τα σμαραγδένια μάτια της τον φυλάκισαν. Ένιωθε ντροπή να την κοιτάξει.
Η Ζωή κοιτούσα έξω από το παράθυρο, το σκοτάδι είχε απλωθεί παντού, για έναν περίεργο λόγο δεν τον φοβόταν, απλά είχε αγωνία για το που την πάει. Έφτασαν κοντά στην θάλασσα, κοντά στην Βουλιαγμένη, σε ένα μικρό κολπάκι, τα κύματα ήταν άγρια απόψε, μιας και ήταν στην καρδιά του χειμώνα και φυσούσε αρκετά.
Έσβησε τα φώτα και άνοιξε την πόρτα, πήγε από την πλευρά της, της έδωσε το χέρι του. Μόλις το άγγιξε ήξερε μέσα της ότι δεν υπάρχει πλέον γυρισμός. Την οδήγησε μπροστά στην θάλασσα, παρά το κρύο, ο ουρανός ήταν καθαρός και έτσι το φεγγάρι φώτιζε το πρόσωπο της. Έβγαλε την κουκούλα του και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
Η Ζωή ξεροκατάπιε. Μπροστά της έστεκε ένας μελαχρινός άντρας γύρω στα τριάντα πέντε, τα μάτια του ήταν μελιά και συνέχιζαν να έχουν την ίδια λάμψη. Χάθηκε ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Το φιλί που ακολούθησε ήταν επιθυμία και των δύο, σαν τρικυμία στην ψυχή τους, αυτό το φιλί. Μέσα στο κρύο ζέστανε το κορμί τους. Τόσο απρόσμενα όμορφο, γλυκό να γεμάτο πάθος, σαν γνώριμο από χθες. Ξάφνου από την τσέπη του ξεπρόβαλε το μαχαίρι, τραβήχτηκε μην την πληγώσει άθελά του. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι πάνω στην άμμο.
Comentários