top of page

Οι χιονονιφάδες του έρωτα


Μόλις είχε φτάσει στο αεροδρόμιο της Πράγας βγήκε από την πύλη και βρέθηκε στην κεντρική αίθουσα. Ο κόσμος ήταν πολύς, λόγω το ότι πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Τουρίστες είχαν κατακλείσει τον χώρο, μόνο βαβούρα ακουγόταν.

Η Μελίνα με δυσκολία άκουσε το κινητό της που δονούταν στην τσέπη του παντελονιού της. Βγήκε έξω για να απαντήσει, το τσουχτερό κρύο την κάρφωσε σαν μαχαίρι, ο παγωμένος αέρας την έκανε να δακρύσει.

«Παρακαλώ…»

«Μελίνα έφτασες;»

«Μάλιστα κ. Οικονομίδη, θα βρω ένα ταξί να πάω στο ξενοδοχείο».

«Ωχ κορίτσι μου δεν σε πρόλαβα».

«Τι έγινε σας ακούω ανήσυχο».

«Το σεμινάριο ακυρώθηκε λόγω χιονιά, έρχεται κακοκαιρία». Δεν ήξερε τι να σκεφτεί, ολόκληρο ταξίδι χωρίς λόγο.

«Μελίνα με ακούς;»

«Ναι εδώ είμαι, θα πάω να ρωτήσω για πτήση επιστροφής».

«Δεν χρειάζεται το έκανε η γκαλερί για σένα, σου έχω άσχημα νέα, όλες οι πτήσεις ακυρώθηκαν».

«Μα τι μου λέτε, εδώ ούτε χιονόνερο δεν πέφτει».

«Ήρθε ενημέρωση για βαριά χιονόπτωση και έτσι δεν θα πετάξει τίποτα μέχρι νεοτέρας , πήγαινε στο ξενοδοχείο. Κάνε διακοπές και ξεκουράσου και όταν θα λυθεί το θέμα θα σε ενημερώσω για την επιστροφή σου. Χίλια συγνώμη για την ταλαιπωρία».

Είχε παγώσει με το ακουστικό στο αυτί

«Τώρα μας υποχρέωσες διακοπές σε μια άγνωστη χώρα και μόνη μου, τι θα κάνω θεέ μου».

Κοίταξε τον ουρανό, είχε ένα περίεργο κοκκινωπό χρώμα, το κρύο σε έκοβε σαν ξυράφι. Έπρεπε να βρει αμέσως ταξί να πάει στο ξενοδοχείο να ξεκουραστεί, ήταν δέκα το βράδυ και πεινούσε πολύ.

Μόλις έφτασε στο ξενοδοχείο άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες νιφάδες, μικρές μα λευκές σαν να ήταν σχεδόν διάφανες. Μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε στην ρεσεψιόν, η ζέστη του χώρου την έκανε να νιώσει τόσο όμορφα.

Ήταν ένα μικρό ξενοδοχείο αλλά έμοιαζε σαν να είναι βγαλμένο από άλλη εποχή. Με το που έμπαινες σου ερχόταν η μυρωδιά από το τζάκι που έκαιγε ακριβώς στο κέντρο. Όλα μέσα είχαν σαν βάση το ξύλο και τα έπιπλά ήταν όλα επενδυμένα με κόκκινο βελούδο.

Χαμογέλασε μόλις αντίκρυσε το σκηνικό, ότι πρέπει για να χαλαρώσει. Ανέβηκε στο δωμάτιο της αφού πρώτα ζήτησε να της φέρουν κάτι να φάει.

Το δωμάτιο έμοιαζε με χώρο κάποιου κάστρου, ίσως ο ιδιοκτήτης ήταν επηρεασμένος από τα παραμύθια που η Τσεχία έχει παράδοση από πολλά χρόνια πριν. Για λίγο αισθάνθηκε σαν πριγκίπισσά.

Άφησε την βαλίτσα στο κρεβάτι να την αδειάσει. Από ώρα ονειρευόταν ένα καυτό μπάνιο και μετα φαγητό και κρασί. Μπήκε κάτω από το ντους και απόλαυσε το νερό να κυλάει στο σώμα της, έκλεισε τα μάτια, προσπάθησε να καθαρίσει το μυαλό της από τις έγνοιες. Τώρα το μόνο που έκανε ήταν να ακούει τον ήχο από το νερό.

Τύλιξε την άσπρη αφράτη πετσέτα γύρω της και βγήκε να πάει κοντά στο τζάκι που υπήρχε και στο δωμάτιο της. Ξάφνου χτύπησε η πόρτα και ένας σερβιτόρος εμφανίστηκε με το φαγητό της και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Άφησε τα καλούδια στο τραπέζι και έφυγε αμέσως.

Η Μελίνα φόρεσε τις ροζ χνουδωτές πιτζάμες της και πήγε να βάλει ένα ποτήρι κρασί το είχε τόσο ανάγκη μετά την ταλαιπωρία που τράβηξε. Πήγε προς το παράθυρό, το χιόνι τώρα ήταν πιο πυκνό, είχε μείνει άφωνη με την θέα, έβλεπε όλη την παλιά πόλη να ντύνεται στα λευκά, οι χιονονιφάδες απλωνόταν όλο και πιο γρήγορα γύρω της.

Έκατσε μπροστά στο τζάκι για να φάει, της έφεραν μια πιατέλα με τυριά και αλλαντικά, δεν ήθελε κάτι βαρύ.

«Τελικά δεν είναι άσχημη ιδέα να κάνω και λίγες διακοπές», σκέφτηκε καθώς ήταν καθισμένη σε μια μεγάλη βελούδινη πολυθρόνα που ήταν μπροστά στο παράθυρο, έβαλε απαλή μουσική να παίζει, ονειρευόταν και ευχόταν να μην ήταν μόνη της. Δεν είχε κανέναν στην ζωή της για να μοιραστεί αυτή την ρομαντική ατμόσφαιρα.

Η Μελίνα ήταν υπάλληλος σε γκαλερί και ήρθε στην Πράγα για ένα σεμινάριο που θα μαζευόταν ζωγράφοι από όλο τον κόσμο, πήγε εκεί για να κλείσει δουλείες για την γκαλερί στην Αθήνα.

Είχε πιει σχεδόν όλο το μπουκάλι τα βλέφαρα της άρχισαν να κλείνουν, σηκώθηκε και χώθηκε κάτω από το χοντρό βελουτέ πάπλωμα, η αίσθηση ήταν τόσο μαλακή που δεν άργησε να χαθεί στην αγκαλιά του Μορφέα.

Το επόμενο πρωί δεν ήθελε να σηκωθεί μέσα από την ζεστασιά, όταν όμως έβγαλε το κεφάλι της μέσα από το πάπλωμα αντίκρυσε με την άκρη του ματιού της το λευκό τοπίο έξω. Έτρεξε προς το παράθυρο, όλα είχαν γίνει άσπρα και το μόνο που ξεχώριζε ήταν ο ποταμός και η γέφυρα του Καρόλου.


Ζήτησε να της φέρουν το πρωινό στο δωμάτιο, της άρεσε ο χώρος και ήθελε να χαλαρώσει, δεν ήξερε τι θα κάνει σήμερα. Από την γκαλερί δεν είχε νέα άρα ούτε σήμερα θα έφευγε.

«Μήπως είναι καιρός για ξενάγηση στα χιόνια;», σκέφτηκε.

Δεν την ένοιαζε που είχε κρύο, είχε προμηθευτεί με πουλόβερ και ζεστά ρούχα και όσο κοιτούσε την θέα δεν ήθελε να μείνει όλη μέρα μέσα. Είναι άλλωστε διακοπές.

Το πρωινό ήταν λαχταριστό και ο ζεστός καφές της είχε σπάσει την μύτη, τράβηξε μια γερή γουλιά και πήγε στο μπάνιο να ετοιμαστεί, θα ρωτούσε στην ρεσεψιόν για το αν υπάρχει κάποιος ξεναγός.

Φόρεσε ένα μαύρο ισοθερμικό παντελόνι με ένα ζιβάγκο άσπρο έβαλε το ζεστό της παλτό και τα αρβυλάκια της που ήταν ιδανικά για το χιόνι, έπρεπε να προσέχει με αυτό τον καιρό, σκουφάκι, κασκόλ και γάντια, ήταν πλέον έτοιμη για την εξόρμηση της. Κατέβηκε χαρούμενη κάτω να βρει κάποιον ξεναγό να της δείξει τις ομορφιές της χιονισμένης Πράγας, μια πόλη παραμυθένια γοτθικού στυλ που έμοιαζε σαν κάτι από το χθες.

«Καλημέρα να σας κάνω μια ερώτηση;»

«Βεβαίως Δεσποινίς μου, σε τι θα μπορούσα να σας βοηθήσω;»

«Θα ήθελα να μου πείτε αν υπάρχουν προσωπικοί ξεναγοί, θα ήθελα να δω την πόλη». Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω διερευνητικά.

«Χμ είναι λίγο δύσκολή η σημερινή μέρα, αλλά νομίζω έχω κάποιον που θα το έκανε, δώστε μου ένα λεπτό».

«Εννοείται θα περιμένω στο σαλόνι, σας ευχαριστώ».

Έκατσε κοντά στο τζάκι, δεν είχε πολύ κόσμο στο σαλόνι, κοιτούσε έξω το χιόνι ήταν όμορφα στρωμένο και είχε σταματήσει να πέφτει. Είχε χαθεί στο σκηνικό και δεν κατάλαβε όταν ήρθε ο υπάλληλος κοντά της.

«Κυρία σας βρήκαμε ξεναγό, είπε θα σας περιμένει σε μισή ώρα στην γέφυρα του Καρόλου το όνομά του είναι Κάμιλ, δεν είναι μακριά από δω μόλις δέκα λεπτά, να προσέχετε πως περπατάτε, μην βιάζεστε».

«Ευχαριστώ πολύ για όλα, να ξεκινήσω καλύτερα γιατί θα περάσω πρώτα από την κεντρική πλατεία».

Μόλις έφτασε στην πλατεία είδε κόσμο να περπατάει, υπήρχαν παντού μικρά περίπτερα που πουλούσαν διάφορα είδη, από τρόφιμα, ποτά μέχρι και στολίδια. Ένοιωσε σαν να έγινε και πάλι παιδί, ήταν τόσο γραφική η πλατεία, στην μέση έστεκε ένα τεράστιο δέντρο. Παντού ακουγόταν Χριστουγεννιάτικα τραγούδια και οι μυρωδιές από τα γλυκά σε καλούσαν να τα γευτείς όλα. Δεν ήξερε τι να κοιτάξει πρώτα.


Όταν είδε το μεγάλο ρολόι έμεινε εκεί σιωπηλή, μόλις είδε όμως την ώρα κατάλαβε ότι θα αργήσει. Επιβράδυνε το βήμα της, είδε την μεγάλη γέφυρα να απλώνεται μπροστά της.

«Πως θα τον γνωρίσω τώρα, εδώ έχει πολύ κόσμο». Στάθηκε ακριβώς στο κέντρο απογοητευμένη».


Τότε ένα χέρι της χτύπησε την πλάτη απαλά, για μια στιγμή τρόμαξε, όταν γύρισε να δει ποιος είναι δεν ήξερε αν είναι πραγματικότητα αυτό που έβλεπε ή όνειρο. Απέναντι της στεκόταν ένας ψηλός άντρας γύρω στα τριάντα πέντε, μελαχρινός με γαλάζια μάτια, έμοιαζε με πρίγκηπα που το έσκασε για να κάνει τον περίπατό του.

«Είστε η Μελίνα από το ξενοδοχείο;» Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη από το σοκ

«Ναι εγώ είμαι, εσύ πρέπει να είσαι ο Κάμιλ».

«Στις διαταγές σας», υποκλίθηκε και της χαμογέλασε και φωτίστηκε όλο το πρόσωπό του.

Η Μελίνα ήταν μετρίου αναστήματος με μακριά καστανόξανθα μαλλιά και μάτια μπλε σαν τα δικά του. Όταν γύρισε και την είδε χάθηκε στα μάτια της, κάτι τον τράβηξέ από το πρώτο λεπτό κοντά της.

Αφού τελείωσαν με τις συστάσεις ξεκίνησαν με τα πόδια για την περιβόητη ξενάγηση, όλο αυτό ήταν μια εμπειρία ζωής, να περπατάς στα στενά της Πράγας με χιόνι, ούτε στα πιο τρελά της όνειρα.

Δεν κουράστηκε καθόλου και αισθανόταν τόσο όμορφα δίπλα του. Της εξηγούσε τα πάντα και πετούσε και αστεία που και που, η Μελίνα δεν σταμάτησε να γελάει. Δεν θυμόταν από πότε είχε να γελάσει τόσο πολύ και από πότε είχε να απολαύσει το τώρα και την στιγμή.

Με τους ρυθμούς της δουλείας και της καθημερινότητας είχε ξεχάσει να ζει, ξέχασε ότι ο χρόνος πίσω δεν γυρνάει. Τώρα όμως αποφάσισε να το χαρεί.

Περπατούσαν για ώρες, πήγαν και για φαγητό, περισσότερο με ραντεβού έμοιαζε παρά με ξενάγηση. Ο Κάμιλ την κοιτούσε γοητευμένος και όταν η Μελίνα έκανε σαν μικρό παιδί με το χιόνι δεν την χόρταινε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι του συμβαίνει, πρώτη φορά αισθανόταν έτσι. Να είναι έρωτας, να τον παράσυρε το όλο σκηνικό; Απάντηση δεν μπορούσε να δώσει, ήθελε απλά να το απολαύσει και ότι γίνει, γιατί μόνο άμα τολμάς ζεις τις πιο όμορφές στιγμές.

Είχε πλέον βραδιάσει και η πόλη άστραφτε μέσα από τα φωτάκια, είχαν φτάσει στην γέφυρα του Καρόλου, δεν είχε καθόλου κόσμο αυτή την ώρα. Από εκεί μπορούσες να δεις όλη την πόλη μέσα στην γιορτινή της φορεσιά.

Ξαφνικά άρχισε να ρίχνει πυκνό χιόνι και τότε η Μελίνα άρχισε να χορεύει σαν μια νεράιδα, ο Κάμιλ είχε μαγευτεί με αυτό που έβλεπε, το μόνο που ήθελε ήταν να την πάρει στην αγκαλιά του, σίγουρα άξιζε το ρίσκο.

Η Μελίνα απολάμβανε το χιόνι και την ανεμελιά της στιγμής, ο χρόνος είχε σταματήσει για πρώτη φορά, ξαφνικά παραπάτησε και βρέθηκε στην αγκαλιά του Κάμιλ. Ήρθαν πρώτη φορά τόσο κοντά, κοιταζόταν μέσα στα μάτια και οι καρδιές τους χτυπούσαν δυνατά. Τα χείλη της έτρεμαν εκλιπαρούσαν για ένα του φιλί.


Και τότε έγινε το θαύμα των Χριστουγέννων, μέσα στις χιονονιφάδες γεννήθηκε ένας έρωτάς κι ας ήταν μόνο για εκείνη την στιγμή. Τα χείλη τους ενώθηκαν και στα κορμιά τους πέρασε η ζεστασιά της φλόγας που έκαιγε την καρδιά τους από την πρώτη στιγμή που βρέθηκαν…

Αλήθεια έσεις πιστεύετέ στο θαύμα της αγάπης;

Μήπως ξεχάσατε κι εσείς να ζείτε στιγμές;

Αφεθείτε όπως έκανε και η Μελίνα και μόνο τότε θα νιώσετε την πραγματική ευτυχία. Αφήστε τις χιονονιφάδες και τα Χριστούγεννα να σας παρασύρουν σε ατμοσφαιρικά μονοπάτια.



Ζήσε την μαγεία του έρωτα κι ας είναι μόνο για ένα βράδυ....






65 Προβολές2 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page